τετράοδος

τετράοδος
τετρᾰ-οδος, ,
A = τετραοδία, Orac. ap. Paus.8.9.4; cf. τρίοδος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετράοδος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράοδος — η, ΝΜΑ το μέρος όπου συναντώνται τέσσερεις δρόμοι, το σταυροδρόμι νεοελλ. φρ. «τετράοδος λυχνία» ηλεκτρονική λυχνία τεσσάρων ηλεκτροδίων, δηλαδή μιας καθόδου, δύο πλεγμάτων και μιας ανόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὁδός] …   Dictionary of Greek

  • τετραοδία — η, ΝΑ [τετράοδος] τετράοδος …   Dictionary of Greek

  • τετραόδιο — το / τετραόδιον ΝΑ [τετράοδος] τετράοδος …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • τεθράϊος — και τεθράιτος, ἡ, Α τετράοδος*. τρίστρατο …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραοδίτις — ίτιδος, ἡ, Α (για τη θεά Σελήνη) αυτή που συχνάζει στα σταυροδρόμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράοδος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. τριοδ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”